Εισαγωγή:
Μία σειρά κειμένων που μάλλον αναδεικνύουν την επαφή των γλωσσών και των πολιτισμών εξ αρχής δημιουργίας της Θεσσαλονίκης. Ένας τρόπος για να καταλάβουμε ότι δεν βρεθήκαμε ξαφνικά εν μέσω μεταναστευτικών ομάδων που εισέβαλαν στον κοινωνικό μας ιστό τροποποιώντας τη σύνθεση της κοινωνίας μας. Δεν πρόκειται για άλλους λαούς αλλά για τους ανθρώπους της διπλανής πόρτας που οι γιαγιάδες μας γνώριζαν την καλημέρα στη γλώσσα τους.
Ρέα
Η Θεσσαλονίκη είναι από τις ελάχιστες ευρωπαϊκές πόλεις με τόση μακραίωνη και αδιάλειπτη ιστορική διαδρομή. Είναι μια πόλη που έζησε και ζει, μια πόλη μητροπολιτικού και αστικού χαρακτήρα, μια πόλη που βίωσε την πολυπολιτισμικότητα, μια πόλη που γνώρισε κατακτητές και καταστροφές, αίγλη και οικονομική ευρωστία, μια πόλη που έχει συνθέσει την ιστορία της από τη διαφορετικότητα των κατοίκων της.
Η ιστορία της Θεσσαλονίκης σχηματικά διαιρείται σε πέντε περιόδους : την ελληνιστική, τη ρωμαϊκή, τη βυζαντινή, την περίοδο της τουρκοκρατίας και τη σύγχρονη ελληνική (Χασιώτης, 1985: 142). Το 315 / 316 π.Χ. ο βασιλιάς της Μακεδονίας Κάσσανδρος συνοικεί 26 διάσπαρτους παράλιους και μεσόγειους οικισμούς (πολίσματα) και δίνει στη νέα πόλη το όνομα της γυναίκας του Θεσσαλονίκης, αδελφής του Μεγάλου Αλεξάνδρου (Βακαλόπουλος, 1985). Η σωστή επιλογή της γεωγραφικής θέσης της νέας πόλης (εύκολη σύνδεση της ενδοχώρας με τη θάλασσα, σταυροδρόμι ανατολής - δύσης, επίκαιρη θέση στη βαλκανική χερσόνησο), συντελεί στην γρήγορη εξέλιξη της πόλης. Έτσι, κατά την ελληνιστική περίοδο, αναγείρονται τα περιμετρικά τείχη και αυτά της ακρόπολης, οργανώνεται το κοινοτικό σύστημα αυτοδιοίκησης, εγκαθίστανται οι πρώτοι Ιουδαίοι και εισάγονται ξένες θρησκευτικές λατρείες, κυρίως από την Αίγυπτο (Χασιώτης, 1985).
Η πόλη την περίοδο αυτή φαίνεται να καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της σημερινής εντός των τειχών πόλης και το ανατολικό τείχος της ελληνιστικής περιόδου τοποθετείται στο ύψος της εκκλησίας της Αχειροποιήτου (Μακρή, 1983: 12). Οι πληροφορίες που έχουμε για την περίοδο αυτή είναι λίγες, βεβαιωμένα λείψανα κτιρίων δεν υπάρχουν, υπάρχουν μόνο κινητά ευρήματα, κύρια από τάφους. Μοναδικό μνημείο της εποχής, ο μακεδονικός τάφος στη οδό Αλ. Παπαναστασίου, εκτός των τειχών της πόλης.
Τα 168 π.Χ. η Θεσσαλονίκη ακολουθεί την τύχη του μακεδονικού κράτους, υποτάσσεται στους Ρωμαίους και γίνεται πρωτεύουσα του διοικητικού αυτόνομου τμήματος (region), που περιελάμβανε την περιοχή από τον Αξιό ως το Στρυμόνα ποταμό (Βακαλόπουλος, Απ., 1985). Το 148 π.Χ. (ο Χασιώτης αναφέρει το 146 π.Χ., 1985, σ.142) η Μακεδονία ανακηρύσσεται ρωμαϊκή επαρχία, έδρα ρωμαίου στρατηγού, με πρωτεύουσα τη Θεσσαλονίκη.
Ο φυσικός δρόμος Αξιού - Μοράβα, που οδηγεί στην Κεντρική Ευρώπη, η κατασκευή της Εγνατίας οδού το 130 π.Χ. από τον ανθύπατο Γναίο Εγνάτιο (Δυρράχιο - Έβρος) και ο σχετικά ευρύχωρος «σκαπτός λιμήν», που βρισκόταν νότια της σημερινής καθολικής εκκλησίας του Αγίου Λουδοβίκου (οδός Φράγκων), κατέστησαν τη Θεσσαλονίκη και εμπορικό σταυροδρόμι και επίκαιρη βάση για διοικητικό έλεγχο και για πολεμικές επιχειρήσεις (Βακαλόπουλος, 1985). Το κέντρο της πόλης είναι η Αγορά (διαμορφώνεται στα μέσα του 2ου μ.Χ. αι.), που αποτελείται από δυο χώρους - πλατείες, λόγω της κλίσης του εδάφους. Η πρώτη πλατεία, που στους βυζαντινούς χρόνους ονομαζόταν «Μεγαλοφόρος», βρισκόταν μεταξύ των οδών Εγνατίας και Φιλίππου και η προσπέλαση προς αυτή γινόταν μέσο λαμπρής κιονοστοιχίας (στοάς) στολισμένης με ανάγλυφα των Διονύσου, Μαινάδας, Λήδας και Αριάδνης νότια και των Γανυμήδη, Νίκης και Αύρας βόρεια. Είναι η γνωστή στοά με τα ονόματα «Incantadas» (Μαγεμένες) ή «Είδωλα», που σήμερα βρίσκονται στο Λούβρο. Η δεύτερη πλατεία, η σημερινή πλατεία Δικαστηρίων, που έχει ανασκαφεί, βρίσκονταν μεταξύ των οδών Φιλίππου και Ολύμπου.
Κατά τη διάρκεια του 1ου π.Χ. αι. συγκροτείται σημαντική εβραϊκή κοινότητα κοντά στο λιμάνι. Στη συναγωγή της κοινότητας αυτής φαίνεται να κήρυξε ο Απ. Παύλος το 50/51 μ.Χ. Ο χριστιανισμός εδραιώνεται και το 305 μ.Χ. αποκτά έναν άγιο και η Θεσσαλονίκη τον διαχρονικό και διαφυλετικό προστάτη της, τον Άγιο Δημήτριο, που συνελήφθη και φυλακίστηκε γιατί δίδασκε το χριστιανισμό στις δυτικές στοές της Αγοράς, στη λεγόμενη Χαλκευτική Στοά (στην ίδια περιοχή επιζεί ακόμη και σήμερα η χαλκουργική τέχνη) και θάφτηκε στο ρωμαϊκό λουτρό, όπου μαρτύρησε.
Οι επιδρομές των πρώτων μετά Χριστό αιώνων αναγκάζουν την πόλη να οχυρωθεί (τέλη του 3ου αρχές του 4ου αι.). Μετατοπίζεται το ανατολικό τείχος στη σημερινή του θέση, ώστε να περιλάβει τις επιβλητικές κατασκευές επί Γαλερίου, συναυτοκράτορα επί τετραρχίας με έδρα τη Θεσσαλονίκη. Το γαλεριανό συγκρότημα παραμένει ακόμη και σήμερα ένα ζωντανό κομμάτι της πόλης, σημείο αναφοράς και συνάντησης των Θεσσαλονικέων.
Η βυζαντινή περίοδος αρχίζει το 330 μ.Χ. με τη μεταφορά της πρωτεύουσας του ρωμαϊκού κράτους από τη Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη. Η Θεσσαλονίκη την περίοδο αυτή αναπτύσσεται οικονομικά, δημογραφικά, πολεοδομικά και εξελίσσεται στο δεύτερο μεγάλο διοικητικό κέντρο της αυτοκρατορίας. Το 380 ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος βαπτίστηκε στη Θεσσαλονίκη, ενώ λίγο νωρίτερα, κατά το ίδιο έτος (28/2/380), εξέδωσε το αυτοκρατορικό διάταγμα, σύμφωνα με το οποίο, οι υπήκοοι του κράτους όφειλαν ν\" ακολουθούν το δόγμα της Οικουμενικής Συνόδου της Νικαίας, διαφορετικά θα θεωρούνταν αιρετικοί (Ναλμπάντης - Θεοδωρίδης, 1983: 18). Την ίδια εντάσσεται και η βυζαντινή οχύρωση της πόλης. Λίγα χρόνια αργότερα ο Θεοδόσιος θα καταπνίξει στο αίμα εξέγερση του λαού της πόλης εναντίον του Βουτέριχου, διοικητή της γοτθικής φρουράς της πόλης. Σκοτώθηκαν 7.000 πολίτες, εκδίκηση του θανάτου του Βουτέριχου, αφού πρώτα παγιδεύτηκαν στον Ιππόδρομο (βρισκόταν στη σημερινή περιοχή Ιπποδρομίου), που έκτοτε δεν ξαναχρησιμοποιήθηκε για αγώνες και θεωρήθηκε καταραμένος. Ακολούθησε περίοδος ανάπτυξης με λαμπρά κτίσματα της περιόδου τους ναούς της Αχειροποιήτου και του Αγίου Δημητρίου. Στην ίδια εποχή ανάγεται το καθολικό της μονής Λατόμου (πιο γνωστό ως Όσιος Δαυίδ) και η πεντάκλιτη βασιλική, που ερείπιά της βρίσκονται κάτω από το ναό της Αγίας Σοφίας (Ναλμπάντης - Θεοδωρίδης, 1983: 22).
Ακολουθούν, στα τέλη του 5ου αι., οι ονομαζόμενοι «σκοτεινοί αιώνες» με συνεχείς επιδρομές Οστρογότθων, Γότθων, Αβάρων, Ούννων και Σλάβων. Η καλή οχύρωση της Θεσσαλονίκης και τα «θαύματα» του προστάτη της αγίου, προστατεύουν την πόλη, όμως η ενδοχώρα λεηλατείται και ερημώνεται. Το 620 η πόλη συγκλονίζεται από σεισμό και τα αποτελέσματά του, δραματικά για τους κατοίκους, μετατρέπουν και τη μορφή της πόλης από μια παλαιοχριστιανική πόλη με μεγάλα οικοδομήματα σε πρωτοβυζαντινή με συρρίκνωση του πολεοδομικού της ιστού. Την εποχή αυτή κτίζεται ο ναός της Αγίας Σοφίας, που αν και μνημείο πολύ μεγάλης σημασίας, δεν παύει να είναι τρεις φορές μικρότερη από τη βασιλική που διαδέχεται (Ναλμπάντης - Θεοδωρίδης, 1983: 23). Η όψη της αλλάζει από σημαντικό διοικητικό και οικονομικό κέντρο σε κέντρο μιας ιεραποστολικής δραστηριότητας (Κύριλλος και Μεθόδιος 863 μ.Χ.) με οικονομικά ανθίσματα σε περιόδους ηρεμίας και με μια άμυνα τρωτή από τα παράλια τείχη, που φτάνουν μόλις το ανθρώπινο ύψος (Ναλμπάντης - Θεοδωρίδης, 1983: 24). Το 904 οι Σαρακηνοί σε μόνο τρεις ημέρες καταλαμβάνουν την πόλη, λεηλατούν, σφάζουν και εξανδραποδίζουν τον ενεργό οικονομικά πληθυσμό.
Κατά τον 11ο αι., τη μεσοβυζαντινή περίοδο, η Θεσσαλονίκη αντιμετωπίζει τις βουλγαρικές επιδρομές, ενός λαού που προσπαθεί να αποδεσμευτεί από τη βυζαντινή κηδεμονία και που εποφθαλμιά τη μεγάλη κοντινή πόλη που δίνει διέξοδο στη θάλασσα. Η ήττα τους το 1014 στο Κλειδί δημιούργησε προϋποθέσεις ανάπτυξης και ευημερίας τόσο για την πόλη όσο και για την ενδοχώρα. Την εποχή αυτή κτίζεται η Παναγία Χαλκέων (1078) σε χώρο «πριν βέβηλο», η πόλη έχει 100.000 κατοίκους και κατά τη γιορτή του Αγίου Δημητρίου (Δημήτρια) η αγορά είναι εντυπωσιακή και διαβαλκανική. Στα τέλη του 12ου αι. η Θεσσαλονίκη γίνεται το κέντρο των Νορμανδικών πολέμων. Το 1185 κυριεύεται και λεηλατείται από τους Νορμανδούς της Κάτω Ιταλίας, όμως η κατοχή της πόλης δε διαρκεί περισσότερο από ένα χρόνο. Το 1204 ο Φράγκος αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης Βαλδουίνος παραχωρεί τη Θεσσαλονίκη και μεγάλο κομμάτι της Μακεδονίας στον Βονιφάτιο Μομφερατικό.
Το 1224 η πόλη καταλαμβάνεται από τον ηγεμόνα της Ηπείρου Θεόδωρο Δούκα Κομνηνό Άγγελο, επίδοξο αυτοκράτορα, και τελικά το 1246 τόσο η πόλη όσο και η γύρω περιοχή γίνεται τμήμα της Αυτοκρατορίας της Νικαίας. Σε όλο αυτό το διάστημα η Θεσσαλονίκη είναι το επίκεντρο των πολέμων μεταξύ του Δεσποτάτου της Ηπείρου, των Βουλγάρων και της Αυτοκρατορίας της Νικαίας. Την περίοδο αυτή η Θεσσαλονίκη αντικαθιστά την Κωνσταντινούπολη ως καλλιτεχνικό και πολιτισμικό κέντρο. Ταυτόχρονα είναι το μεγάλο εμπορικό κέντρο της περιοχής, αναπτύσσεται η βιοτεχνία και δημιουργούνται οι βάσεις ανάπτυξης μιας μεσαίας τάξης και αυτονόμησης από την κεντρική εξουσία της Κωνσταντινούπολης.
Η Θεσσαλονίκη κατά την τελευταία βυζαντινή περίοδο, την περίοδο των Παλαιολόγων, όπως και όλο το Βυζάντιο παρουσιάζει μια αντίθεση ανάμεσα στην πολιτισμική άνθηση και την πολιτικοκοινωνική κατάσταση, που χαρακτηρίζεται από αγώνες «δυνατών» κοινωνικά ομάδων να πάρουν την εξουσία στα χέρια τους και την άρνηση των αυτοκρατόρων να παραχωρήσουν έστω και μέρος της. Έτσι από τη μια κτίζονται μνημεία όπως η Αγία Αικατερίνη, ο Προφήτης Ηλίας, ο Άγιος Νικόλαος των Ορφανών, η Μονή Βλατάδων, οι Άγιοι Απόστολοι, ο Άγιος Παντελεήμονας, ο Σωτήρας και εμφανίζονται λόγιοι όπως οι Νικηφόρος Χούμος, Θωμάς Μάγιστρος, Ματθαίος Βλάσταρης, Βαρλαάμ, Γρηγόριος Ακίνδυνος, Κωνσταντίνος Αρμενόπουλος, Γρηγόριος Παλαμάς και Νικόλαος Καβάσιλας και οι καλλιτέχνες Γεώργιος Καλλιέργης, Μιχαήλ Αστραπάς και Ευτύχιος, και από την άλλη η διοικητική - πολιτική δύναμη της πόλης συρρικνώνεται από το ισχυρότερο, αυτή την εποχή, κράτος των Βαλκανίων, των Σέρβων, με ηγέτη τον κράλη Stefan Uros Il Milytin (1284 -1321) και από τη συνεχή προέλαση των Οθωμανών. Όμως και οι κοινωνικές αντιθέσεις είναι ιδιαίτερα τεταμένες. Οι τρεις τάξεις της πόλης, «πένητες», «οι της μέσης τάξης άρχοντες» και «άρχοντες ή δυνατοί» στη διάρκεια του πρώτου εμφυλίου πολέμου των δύο Ανδρόνικων (1231 - 1328) παίρνουν το μέρος του ενός ή του άλλου διεκδικητή και μάχονται μεταξύ τους.
Η διοίκηση της πόλης τελικά αφήνεται στην τάξη των δυνατών (1341), όμως ο ξεσηκωμός του λαού της πόλης το 1342 τον φέρνει στην εξουσία. Η πόλη ουσιαστικά ως το 1350 διοικήθηκε ως ανεξάρτητη «δημοκρατία» από τους Ζηλωτές, ιστορικό γεγονός πρωτόφαντο για την εποχή. Αντίστοιχες τάσεις με τον κίνημα των Ζηλωτών στη Θεσσαλονίκη παρατηρούνται στις Σέρρες και στην Αδριανούπολη. Το «δημοκρατικό» διάλειμμα δίδαξε πως είναι δυνατόν να αυτοδιοικηθεί μια πόλη και χωρίς άρχοντες. Την ίδια περίοδο η ορθοδοξία περνά βαθιά κρίση με τη σύγκρουση Ησυχαστών, με κύριο εκπρόσωπο και υπερασπιστή των ησυχαστικών ιδεών (αυστηρό ασκητικό πνεύμα, ανατολική Θεοσοφία - Θεολογία, μυστικιστικές ιδέες) τον Γρηγόριο Παλαμά και του μοναχού Βαρλαάμ, που απογοητευμένος από την πτώση του μοναχισμού υποστήριζε ιδέες της δυτικής σχολαστικής Θεολογίας. Το 1350 ο αυτοκράτορας Καντακουζηνός μπαίνει στην πόλη και καταστέλλει το κίνημα των Ζηλωτών.
Λίγο αργότερα και παρά τις προσπάθειες του Μανουήλ Β\" Παλαιολόγου, διοικητή της πόλης (1367 - 73) να αντιμετωπίσει τους Τούρκους, τελικά μετά από πενταετή άμυνα η πόλη πέφτει στα χέρια τους το 1387, χωρίς όμως λεηλασία. Στα 1403 αποδίδεται και πάλι από τον Σουλεϊμάν στον Μανουήλ Β\" και στα 1423 η πόλη παραδίδεται στη Δημοκρατία της Βενετίας, με εξασφάλιση των προνομίων των κατοίκων της. Τελικά η πόλη καταλαμβάνεται από τους Τούρκους το 1430, από τον Μουράτ Β\", αφού προηγουμένως η υπεροπτική αντιμετώπιση των κατοίκων της από τους Βενετούς οδήγησε πολλούς Θεσσαλονικείς να εγκαταλείψουν την πόλη.
Κορομπόκης Δημήτρης, Κοτίνης Χρήστος (1999)
"Θεσσαλονίκη, πολυπρόσωπη πόλη"
Virtual School, The sciences of Education Online, τόμος 1, τεύχος 4, Σεπτέμβριος 1999 http://www.auth.gr/virtualschool/1.4/Praxis/KotinisThessaloniki.html
Οι παραπομπές στα άρθρα, που δημοσιεύει το περιοδικό, πρέπει να συμπεριλαμβάνουν τις παραπάνω πληροφορίες.
*Εργασία που εκπονήθηκε στα πλαίσια των μαθημάτων της Θ. Ανθογαλίδου.
Επιμέλεια, διορθώσεις Θ. Ανθογαλίδου
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
1. ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ