Με την έναρξη της Τουρκοκρατίας η Θεσσαλονίκη είναι μια πόλη με ελάχιστους κατοίκους (1), τα περισσότερα σπίτια έρημα και μισογκρεμισμένα, το ίδιο και τα τείχη, οι εκκλησίες, τα μοναστήρια και τα δημόσια κτίρια. Ο Μουράτ αποφασίζει την αναγέννηση της πόλης. Απελευθερώνονται, έναντι λύτρων, οι ευγενείς, υποχρεώνονται οι κάτοικοί της, που είχαν καταφύγει σε άλλα μέρη, να ξαναγυρίσουν, επιδιορθώνονται τα τείχη και τα φρούρια και εγκαθίστανται χίλιες οικογένειες Τούρκων από τα Γιαννιτσά στην πόλη (Δημητριάδης, 1983: 16).
Ταυτόχρονα κτίζονται και τα πρώτα δημόσια κτίρια της περιόδου (το Bey Hamami αρχικά και αργότερα το τζαμί του Hamza Bey (1467-8), το τζαμί του Ishak Pasa (1484) πιο γνωστό ως ‘Αlaca \"Imaret, το μπεζεστένι, το Yehudi Hamami. Αμέσως μετά την άλωση γίνονται τζαμιά η Μονή του Προδρόμου, η Αχειροποίητος (Eski Cuma΄) και πιθανόν ο Προφήτης Ηλίας (Seray Atik Cami΄i) και ο ναός των Ταξιαρχών (Iki Serife). Ακολούθησαν ο Άγιος Δημήτριος το 1488 (Kasimiye), οι Άγιοι Απόστολοι γύρω στο 1520 (Cezeri Kasim Pasa), η Αγία Σοφία το 1585 (Aya Sofya), η Ροτόντα το 1591 (Hortac Efendi). Σε καταγραφή των τζαμιών και τεμενών το 1835, υπάρχουν 34 τζαμιά και 49 τεμένη, το 1883 59 τζαμιά και τεμένη και το 1906 μόνο 54 (Δημητριάδης, 1983: 286). Η μείωση πρέπει να οφείλεται τόσο στην εγκατάλειψη της πόλης και στις φυσικές καταστροφές, όπως πυρκαγιές και σεισμοί καθώς και στις επιδημίες.
Στην αρχή Τούρκοι και Έλληνες ζουν ανακατωμένοι. Στους υψηλόβαθμους Τούρκους αξιωματούχους δόθηκαν οι μεγαλύτερες και καλύτερες μονές και εκκλησίες και τα πιο μεγάλα και όμορφα σπίτια ως mulk (ατομική περιουσία) και τα υπόλοιπα σπίτια και εκκλησίες στους υπόλοιπους Τούρκους. Ο Αναγνώστης αναφέρει πως μόνο τέσσερις ναοί αφέθησαν για τη χριστιανική λατρεία (Δημητριάδης, 1983: 279). Οι εκκλησίες που παρέμειναν στη χριστιανική λατρεία και αυτές που χτίστηκαν κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας είναι συνολικά 15, κάποια μετόχια του Αγίου Όρους, τέσσερις μονές, μια ρωμαιοκαθολική εκκλησία και 2-3 εξαρχικές.
Μεγάλη τομή στη ιστορία της Θεσσαλονίκης είναι η εγκατάσταση των Εβραίων προσφύγων από την Ιταλία, Ισπανία και χώρες της Κεντρικής Ευρώπης (2).Η Θεσσαλονίκη πλέον αποκτά το χαρακτήρα, που θα διατηρήσει ως την απελευθέρωσή της, μια πολυπολιτισμική πρωτεύουσα, ένα πολυφυλετικό αμάλγαμα, το σπουδαιότερο μεταπρατικό κέντρο της βαλκανικής.
Η μεγαλύτερη κοινότητα της πόλης, κατά το διάστημα αυτό, είναι η ισραηλιτική. Δεύτερη σε μέγεθος κοινότητα ήταν η μουσουλμανική, ενισχυμένη ιδίως μετά το 1666, οπότε ο Σαμπετάι Σεβί, «βασιλεύς των βασιλέων» και «νέος μεσσίας», γοητεύει με τη διδασκαλία του μεγάλο τμήμα των εβραϊκών κοινοτήτων, που με την προσχώρησή του στο Ισλάμ, εκτουρκίζονται σταδιακά. Στις αρχές του 20ου αι. σε περίπου 45.000 μουσουλμάνους στη Θεσσαλονίκη, 5-8.000 είναι οι εξισλαμισθέντες Εβραίοι (Dοnme), που αποτελούν και τον προοδευτικότερο πυρήνα. Η χριστιανική κοινότητα αρχικά αποτελούνταν από ένα μικρό πυρήνα βυζαντινό που ενισχύθηκε από νέους επίλυδες από τη γύρω περιοχή, από ορεινές περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας και κατά τον 16ο αι. από την περιοχή των Αγράφων και του Αχελώου. Στη χριστιανική κοινότητα περιλαμβάνεται και η σλαβική (κυρίως Βούλγαροι και Σέρβοι) που σύμφωνα με το Χασιώτη στα τέλη του 19ου αι. ήταν περίπου 1.000 Σέρβοι και 5-6.000 εξαρχικοί (Χασιώτης, 1985: 164). Επίσης αναφέρεται αριθμός Φράγκων (Ιταλοί, Γάλλοι, ελάχιστοι Βρετανοί, Αυστριακοί και Γερμανοί) καθώς και μειονότητες Αρμενίων και Τσιγγάνων.
Σύμφωνα με το Δημητριάδη, μετά την καταστροφική πυρκαγιά του 1620, την ερήμωση και το γενικό μαρασμό που ακολούθησε, στα επόμενα χρόνια διαμορφώνεται και η τοπογραφία των βασικών κοινοτήτων. Έτσι η μουσουλμανική κοινότητα περιορίζεται στο ανηφορικό τμήμα της πόλης, γνωστό ως Μπαΐρ - Μπαΐρι (πλαγιά λόφου), με εξαίρεση τη συνοικία Ak?e Mescid, που βρισκόταν κοντά στη θάλασσα (σημερινή περιοχή πλατείας Ναβαρίνου). Τα σπίτια τους συνήθως είναι μεγάλα, διώροφα, λιθόκτιστα, με δυο ή τρεις αυλές, με παράθυρα προς τη θάλασσα και κλειστούς εξώστες. «...Είναι τα περισσότερα πολυώροφα πέτρινα σεράγια, με δυο ή τρεις αυλές και σκεπασμένα με κόκκινα -σαν το ρουμπίνι - κεραμίδια, με παράθυρα και σαχνίσια, δώματα, γυναικωνίτες [Φ.Δ. 15], τσαρντάκια, καμεριέρ και άλλους βοηθητικούς χώρους. Ο προσανατολισμός τους είναι ανατολικομεσημβρινός, με θέα τη θάλασσα. Πολλά απ\" αυτά περιστοιχίζονται από μπαχτσέδες κι αμπέλια κι είναι διακοσμημένα με κελαρυστά σιντριβάνια.» (Τσελεμπί, 1991: 119). Σημειώνουμε ότι με διάταγμα του 1559 το ανώτατο ύψος των σπιτιών των μουσουλμάνων ήταν 12 πήχεις (7,68 μ.), ενώ των ραγιάδων 9 πήχεις (5.76 μ.), όρια που δεν πρέπει να ίσχυαν για δημόσια κτίρια.
Οι Εβραίοι και οι χριστιανοί περιορίζονταν στο πεδινό τμήμα της πόλης, γνωστό ως Κάμπος. Οι εβραϊκές συνοικίες ορίζονταν από την Εγνατία και κάτω και δυτικά προς το λιμάνι, εκτός από τη συνοικία Ro?os, στην περιοχή της Παναγίας Χαλκέων, πάνω από την Εγνατία. Είναι οι πλέον πυκνοκατοικημένες περιοχές με μικρά και χωρίς αυλές σπίτια, που εσωτερικά τα έβαφαν γαλάζια, για να θυμίζουν τον ουρανό «πηγή ελπίδας και σιγουριάς» (Μοσκώφ, 1988: 302). Οι χριστιανοί είναι πιο σκορπισμένοι. Ζουν κυρίως κατά μήκος της Εγνατίας, από την εκκλησία του Αγίου Νικολάου (3) ως την πύλη της Καλαμαριάς και από κει νοτιοδυτικά ως την εκκλησία της Μεγάλης Παναγιάς (4). Νησίδες χριστιανικού πληθυσμού βρίσκονταν γύρω απ\" τη Μητρόπολη, τη Μονή Βλατάδων, το καθολικό της Αγίας Φωτεινής και το Βαρδάρη. Τη θέση της ελληνικής κοινότητας γύρω από την εκκλησία του Αγίου Μηνά πήραν η καθολική συνοικία και η Αγορά. Ο Εβλιγιά Τσελεμπί περιγράφει την πόλη τον 17ο αι. «...Οι μαχαλάδες των σέρηδων είναι 48 και, μεταξύ αυτών, το Γεντί Κουλέ, ο μαχαλάς του Βαρντάρ, της Καλαμαριάς, του Χορτάτζ, του Κασίμ Πασά, της Αγια-Σοφιάς κ.ά. Οι καφίρηδες και οι αμαρτωλοί μένουν κατά μιλαέτια σε δεκάξι μαχαλάδες. Έτσι έχουμε μαχαλάδες : Αρμένηδων, Ρωμιών, Φράγκων, Σιρφ (Σέρβοι), Βουλγάρων καθώς και το μαχαλά των Λατιν-μιλετί. (Γιατί, μαζί με τους άλλος άπιστους, κατοικούν κι αυτοί οι απαίσιοι). Όλες οι κατοικίες των απίστων βρίσκονται κάτω από τους μουσουλμανικούς σ\" ένα ίσιωμα προς το μέρος της πόλης του τείχους της Καλαμαριάς. Οι τσιφούτικοι μαχαλάδες είναι πενήντα έξι και βρίσκονται μέσα από την Ισκελέ Καπουσού, κάτω από τοίχο του κάστρου. Τα σπίτια τους είναι άθλια εβραιόσπιτα - μακριά από μας - αλλά οι μαχαλάδες τους είναι στο κέντρο της αγοράς και πυκνοκατοικημένοι.» (Τσελεμπί Ε., 1991, σ.σ. 118 -119).
Σε όλο το διάστημα του 16ου και 17ου αι. η οικονομική κρίση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, λόγω της αλλαγής των δρόμων του εμπορίου και της μετατόπισης του οικονομικού κέντρου δυτικότερα, έχει επιπτώσεις και στην πόλη της Θεσσαλονίκης. Το εμπόριο της Ανατολικής Μεσογείου παρακμάζει και οι χερσαίοι δρόμοι γίνονται ανασφαλείς. Η οικονομική δραστηριότητα στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης περιορίζεται κυρίως στην κατασκευή εριούχων υφασμάτων για εσωτερική κυρίως κατανάλωση και στην παραγωγή μπαρουτιού στο πυριτιδοποιείο του χωριού Γραδεμπόριο (Girdabor). H κοινότητα που ιδίως ασχολείται με τις δυο αυτές βιομηχανικές διαδικασίες είναι η εβραϊκή. Όμως η οικονομική διείσδυση των βιομηχανικά ανεπτυγμένων δυτικών χωρών και κυρίως της Γαλλίας, που απαιτεί και τελικά πετυχαίνει το 1730 την απελευθέρωση της εμπορίας μαλλιού από την υποχρεωτική συγκέντρωσή του προς όφελος των υφαντουργείων της Θεσσαλονίκης, καταστρέφει την ανθηρή αυτή βιομηχανία, επιφέροντας οικονομική κρίση στην πόλη και αλλάζοντας την οικονομία της από παραγωγική σε μεταπρατική.
Από τις αρχές του 18ου αι. επαναρχίζει η οικονομική ανάπτυξη και μεγαλώνει η οικονομική σημασία της Θεσσαλονίκης μέσο των προσπαθειών των Άγγλων, Γάλλων και Αυστριακών να διεισδύσουν στις αγορές της Ανατολικής Μεσογείου και ιδιαίτερα των αστικών κέντρων που διαθέτουν λιμάνι (Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη, Θεσσαλονίκη κ.ά.). Οι συνθήκες που υπογράφονται μεταξύ ευρωπαϊκών δυνάμεων και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (συνθήκη Πασάροβιτς το 1718, Βελιγραδίου το 1739 και Κιουτσούκ Καϊναρτζή το 1774) διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη εμπορική διακίνηση αγαθών. Η πόλη γίνεται πόλος έλξης για μεγάλο τμήμα του αγροτικού πληθυσμού κυρίως από την ενδοχώρα. Είναι ενδεικτικό ότι η πόλη θα τριπλασιάσει τον πληθυσμό της από το 1820 στο 1907. Η αιτία γίνεται κατανοητή από τη σύγκριση των ημερομισθίων του εργάτη και του αγρότη. Του ανειδίκευτου εργάτη στα 1820 είναι 40 - 50 παράδες, του ειδικευμένου 60 - 70 παράδες, ενώ το αγροτικό μόλις 16 - 20 παράδες. Παρ\" όλα αυτά ο εργάτης, ο βοηθός τεχνίτη, ο λιμενεργάτης και ο υπηρέτης, που μαζί με τις οικογένειές τους αποτελούσαν το 50% του πληθυσμού της πόλης, μόλις και εξασφάλιζαν την αναγκαία σε θερμίδες διατροφή της οικογένειάς τους (3.000 θερμίδες για κάθε άντρα, 2.000 θ. για κάθε γυναίκα και 5.000 θ. για 3 παιδιά).
Κορομπόκης Δημήτρης, Κοτίνης Χρήστος (1999)
"Θεσσαλονίκη, πολυπρόσωπη πόλη"
Virtual School, The sciences of Education Online, τόμος 1, τεύχος 4, Σεπτέμβριος 1999 http://www.auth.gr/virtualschool/1.4/Praxis/KotinisThessaloniki.html
Οι παραπομπές στα άρθρα, που δημοσιεύει το περιοδικό, πρέπει να συμπεριλαμβάνουν τις παραπάνω πληροφορίες.
*Εργασία που εκπονήθηκε στα πλαίσια των μαθημάτων της Θ. Ανθογαλίδου.
Επιμέλεια, διορθώσεις Θ. Ανθογαλίδου
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
1. ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ