Ακούω
Το λεξικό του Σταματάκου αναφέρει δύο πιθανές ετυμολογικές προελεύσεις:
Αναζητώντας τη σημασία του θέματος ακ συναντούμε στο ίδιο λεξικό το ουσιαστικό άκος το = θεραπεία, ίασις, βοήθεια, καταφυγή και το ρήμα: ακέομαι = θεραπεύω, φροντίζω.
Το λεξικό προτείνει ως ετυμολογική προέλευση του θέματος ακ τη μετοχή ακαχμένος = αυτός που έχει μυτερή αιχμή
Ακή = τρεις διαφορετικές σημασίες: 1.αιχμή 2.σιγή 3.θεραπεία
Ακέων (ήδη ομηρική λέξη) = εν σιγή
Κι ένα συνειρμικό σχόλιο:
Το ακονισμένο αυτί ακούει
Η θεραπεία αρχίζει πάντα με την ακοή, ακούς τη συνείδησή σου
Βασιλική Φυτώκα