Από ένα σχολείο του Μόντρεαλ…
Κάθονται απέναντι μου με σκυμμένα τα κεφάλια στα τετράδιά τους και γράφουν. Πότε-πότε σηκώνουν το χέρι δειλά και ρωτούν:
-Κυρία, τι θα πει εποικοδομητικό;
-Τι θα πει συντριβή και τι θα πει κατάνυξη;
Έξω το χιόνι πέφτει πυκνό. Το θερμόμετρο θα’ χει κατέβει κάτω από τους -15ο.Αυτή η μουντή συννεφιά κάνει το πρωινό να μοιάζει με σούρουπο. Και η παγωνιά απλώνεται πένθιμη σε τούτη την πλαστική συνοικία των μεταναστών. Τα σπίτια πανομοιότυπα, με άσπρα τουβλάκια, τετραγωνισμένα μπαλκόνια και μαύρα κάγκελα. Χωρίς να το θέλω μου έρχονται στο νου αγγελτήρια θανάτου. Σα να’ χει πεθάνει η χαρά της ζωής. Πόσο μακρινές φαντάζουν οι λαμπερές αλκυονίδες μέρες της Ελλάδας, τα πρώτα κλωνάρια ανθισμένης μυγδαλιάς, η γεμάτη ζωντάνια κίνηση των δρόμων.
Μ’ επαναφέρουν στο χώρο οι επίμονες ερωτήσεις των παιδιών. Εδώ και ώρα προσπαθούν να γράψουν την περίληψη μιας σελίδας θρησκευτικών. Τα βιβλία του Ελληνικού Οργανισμού είναι γι’ αυτά πολύ δύσκολα. Αλλά σε τούτα τα σχολεία του Σαββάτου, τα σχολεία της συμπληρωματικής εκπαίδευσης, όπως τα λένε, τα βιβλία που στέλνονται κάθε χρόνο από την Ελλάδα για τα παιδιά των μεταναστών είναι τα βιβλία που διδάσκονται και στα ελληνικά σχολεία. Ακατανόητα γι’ αυτά τα κουρασμένα παιδιά, που όλη τη βδομάδα πηγαίνουν στο γαλλικό σχολείο γιατί έτσι τα υποχρεώνει ο νόμος, μεταξύ τους μιλούν αγγλικά γιατί τα βρίσκουν πιο εύκολα, και στο σπίτι ακούνε την «ελληνική γλώσσα» που έχουν φτιάξει οι Έλληνες της Αμερικής.
-Κυρία, σήμερα δε διάβασα, γιατί χτες μουβάρησε η θεία μου και πήγαμε και με το κάρο στη μαρκέτα με τον πατέρα μου για στέκια.
Τα αγγλικά διασκευασμένα σε ελληνική διάλεκτο που την καταλαβαίνει μόνο το γκέτο των Ελλήνων. Ωστόσο οι γονείς επιμένουν να μάθουν τα παιδιά τους ελληνικά. Να γνωρίσουν τη χώρα και τον πολιτισμό των παππούδων τους. Έχουν εμπιστοσύνη στα «σαββατιανά» σχολεία. Προτού τα καταπιεί η χοάνη του αμερικάνικου ονείρου, λαχταρούν να καρφιτσώσουν σε μιαν άκρη της ψυχής τους μια κονκάρδα που να γράφει τη λέξη ΕΛΛΑΔΑ στα ελληνικά.
Πιο πολύ συγκινούνται όταν βλέπουν τα παιδιά τους να μαθαίνουν ελληνικούς χορούς. Ο κυρ-Παναγιώτης από τη Ρούμελη, μάγειρας σαράντα χρόνια στο Μόντρεαλ, συνταξιούχος πια, δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά του όταν έβλεπε τον εγγονό του, ένα ροδομάγουλο αμερικανοποιημένο έφηβο, που ακούει στο όνομα Πητ και παίζει μετά μανίας χόκευ, να χορεύει τσάμικο κρατώντας την ελληνική σημαία στο χέρι. Οι χοροί αξίζουν πάνω απ ’όλα για τους Έλληνες μετανάστες. Μπορεί ο Κοραής και ο Σεφέρης να’ ναι ψιλά γράμματα στην ελληνική τους συνείδηση, αλλά ο λυγμός του κλαρίνου ξυπνά βασανιστικά τη νοσταλγία σε τούτη την κρύα ξένη χώρα. Ξαναζούν μέσα απ ’τις στροφές του καλαματιανού τα παλιά πανηγύρια των χωριών τους, ανασαίνουν θυμάρι και ελιά, δοκιμάζουν ζυμωτό ψωμί και κοκορέτσι. Και αχνά θυμούνται τη νεανική φωτογραφία τους της ελληνικής ταυτότητας. Εκείνης που κάπου παράπεσε εδώ και πολλά χρόνια ανάμεσα στον Ατλαντικό και τη φτώχεια.
Η κυρα-Σταμάτα απ ’την Κυπαρισσία φωτογραφίζεται κάτω απ ’τον γυάλινο ουρανοξύστη με τα πολλά πατώματα. Στέλνει τη φωτογραφία στην αδελφή της στο χωριό, με ανορθόγραφη αφιέρωση. Το τσεμπέρι δεν το έβγαλε ούτε μια μέρα, χειμώνα -καλοκαίρι, δεκαετίες ολόκληρες στον Καναδά.
Καθαρίστρια στο αγγλικό νοσοκομείο, καταλαβαίνει όλες κι όλες πέντε λέξεις «στα ξένα», όπως λέει. Δεν γνωρίζει τίποτ’ άλλο εδώ, έξω απ ’τη διαδρομή δουλειά-σπίτι. Άντε και κάνα δυο εκκλησίες του Παρκ Εξτένσιον, της φτωχογειτονιάς όπου ζουν οι περισσότεροι Έλληνες. Και το ελληνικό μπακαλικάκι με το καλό κεφαλοτύρι. Τα μουσεία του Μόντρεαλ δεν έχουν καμιά θέση στο σκληρό αγώνα επιβίωσής της. Ούτε στον δικό της, ούτε στου άντρα της. Που κι εκείνος, γερασμένος τώρα πια, φοράει την τραγιάσκα του και ξεκουκίζει το κομπολόι του μαζί με δυο-τρεις ακόμα συγχωριανούς του σε μια γωνιά των αστραφτερών εμπορικών κέντρων. Τους βλέπεις ότι είναι ανένταχτοι εδώ. Πλάι τους, οι ντόπιοι περνούν αδιάφοροι, ολοκληρωτικά δοσμένοι στους υπολογιστές και την εφιαλτικά προγραμματισμένη απομόνωσή τους, και αυτούς τους αφήνουν απ’ έξω. Εκεί, στην άκρη της ζωής, που κάνει κρύο. Εκεί που αρχίζεις και αναρωτιέσαι ποιος είσαι.
«Κανάντιαν-Γκρήκ», απαντά η Λένα στην Α ΄Λυκείου, που επιμένει ότι το επίθετό της είναι Κοκκινόπουλος και όχι Κοκκινοπούλου. Που βάφει τα νύχια της μπλε για να είναι μοντέρνα και φοράει δίσολα φτηνά παπούτσια από μαγαζί ευκαιρίας. «Κανάντιαν-Γκρηκ», συμφωνεί και η Γεωργία, που πηγαίνει με τη μάνα της στις αγρυπνίες της παλαιοημερολογίτικης εκκλησίας. Η μοναδική που ξέρει απ’ έξω πολύ καλά το «Πιστεύω» και επιμένει ότι αυτός ο Σωκράτης, του οποίου διαβάζουμε την Απολογία στην τάξη,
ήταν δαιμονισμένος, έτσι της είπε ο πατέρας της. «Σπουδαίος άνθρωπος, παιδί μου, αλλά είχε δαιμόνιο.»
Ο Θανάσης προθυμοποιείται να μαζέψει τις περιλήψεις. Ώρα να κάνουν λίγο φασαρία και να αστειευτούν μεταξύ τους στα αγγλικά. Τους μαλώνω. «Όποιος μιλάει αγγλικά στο ελληνικό σχολείο θα έχει μια μονάδα κάτω στο βαθμό του.»Και για να τραβήξω την προσοχή τους, πιάνω ένα από τα’ αγαπημένα τους θέματα:Θαύματα Αγίων. Ό,τι ιστορίες ξέρω για τους Αγίους των Επτανήσων, τον Άγιο Ραφαήλ, τον Άγιο Χαράλαμπο, τις διηγούμαι διανθισμένες με λεπτομέρειες. Με κοιτούν με γουρλωμένα μάτια. Δε θέλουν να βγουν στο διάλειμμα, για ν’ ακούσουν τη συνέχεια της ιστορίας. Η Αμερική του φαστ φουντ και της τεχνολογίας έχει ανάγκη από την έκπληξη και το απρόοπτο. Τους διηγούμαι για τα φύκια της θάλασσας που τα βρίσκουν μπλεγμένα στα πόδια των αγίων, για τους ναυτικούς που βλέπουν οράματα στις τρικυμίες, για τις θαυματουργές εικόνες της Παναγίας. Από κει συνεχίζουμε με τον Παπαδιαμάντη και τον Κόντογλου, τους θρύλους για τις γοργόνες και τους ήρωες. Βλέπουμε εικόνες από ξωκλήσια, χωριά και μοναστήρια. Το Άγιο Όρος, τα Μετέωρα. Εντυπωσιάζονται. Τα περισσότερα παιδιά δεν έχουν πάει ποτέ στην Ελλάδα.
-Να μας πείτε κι άλλα, κυρία. Αυτά μας αρέσουν, τα βιβλία δεν τα καταλαβαίνουμε.
Ο Διονύσης είναι από τη Ζάκυνθο, συνονόματος του πολιούχου του νησιού. Γεννήθηκε εδώ, την Ελλάδα την ξέρει μόνο απ’ τις διηγήσεις των γονιών του. Πηγαίνει όμως τις Κυριακές και βοηθάει τον παπά στη λειτουργία. Συνεπαρμένος απ ’τις ιστορίες για τον Άγιο Διονύσιο, σηκώνει το χέρι του:
-Κυρία, τώρα που θα πάτε στην Ελλάδα, μπορεί να συναντήσετε κανέναν Άγιο; Αν δείτε πάντως τον Άγιο της Ζακύνθου να του πείτε χαιρετισμούς απ’ τον Διονύση απ’ το Μόντρεαλ.
Δεν αστειεύεται. Με κοιτά ίσα στα μάτια, σοβαρός, με την παιδική του αγνότητα. Θα θυμάται άραγε σε δεκαπέντε χρόνια καμιά από τις αιγαιοπελαγίτικες Παναγίες που είδε ετούτο το χιονισμένο πρωινό στο ελληνικό σχολείο;
Η ώρα περνά. Λίγο προτού φύγουν, ξαναλέμε τα ποιήματα που έχουν για τη γιορτή της 25ης Μαρτίου. Ο Γεράσιμος σηκώνεται και διαβάζει με δυσκολία απ’ το χαρτί:
Ξένε, που μόνος κι έρημος
σε ξένους τόπους τρέχεις,
πες μου, ποιος είναι ο τόπος σου
και ποια πατρίδα έχεις;
Έξω απ’ την ανοιχτή πόρτα της τάξης βλέπω έναν άντρα και μια γυναίκα να περιμένουν. Κοιτούν με αγάπη τα παιδιά που μαζεύουν τα βιβλία τους. Με πλησιάζουν σιγά-σιγά συνεσταλμένοι. Από το ντύσιμο και από τα πρόσωπά τους φαίνονται μεροκαματιάρηδες μετανάστες. Ο άντρας μου απλώνει ένα χέρι σκληρό, ροζιασμένο απ’ τη δουλειά:
-O πατέρας του Γεράσιμου.
Η γυναίκα του προχωρά να με χαιρετίσει κι εκείνη:
-Χτες το βράδυ διαβάζαμε με το Γεράσιμο το ποίημα που του βάλατε. Στο μυαλό μου καρφώθηκε ένας στίχος του:
Στη μακρινή πατρίδα μου
αφού κανείς πεθάνει,
έχει στο μνήμα του Σταυρό,
καντήλι και λιβάνι.
Γύρισε και κοίταξε τον άντρα της λυπημένα: «Εδώ άμα πεθάνουμε, ποιος θα μας ανάβει το καντήλι;»
Ξερόβηξα για να μη δείξω τη συγκίνησή μου και τη χτύπησα φιλικά στην πλάτη.
Έβγαλε ένα μακρύ κασκόλ απ’ την τσάντα της, τύλιξε με στοργή το λαιμό του παιδιού και φύγανε όλοι μαζί μέσα στο χιόνι, που εξακολουθούσε να πέφτει πυκνό.
Τόνια Μασουρίδου