Ήταν μια φορά κι έναν καιρό, ένας κατσούφης και μίζερος έμπορος που λεγόταν Σκρουτζ. Δεν αγαπούσε κανέναν και τίποτα, ούτε και το χρήμα, απλά γιατί το χρήμα δεν είναι κάτι που μπορεί να αγαπηθεί. Ήταν όμως απόλυτα εξαρτημένος από το να κατέχει χρήματα και θεωρούσε σπατάλη κάθε τι που ξεπερνούσε το κατώτατο όριο επιβίωσης ενός ανθρώπου. Δεν μπορούσε να ξοδέψει αυτό που με τόση μιζέρια μάζευε.
Ο Σκρουτζ είχε κι έναν υπάλληλο, που εξ’ ανάγκης δούλευε μαζί του, γιατί ήταν ανυπόφορο να αντιμετωπίζεις κάθε μέρα τη σκυθρωπότητα ενός ανθρώπου, πολύ συχνά επιδιδόμενου σε επιπλήξεις. Όταν είναι κανείς σφιχταγκαλιασμένος με τη στέρηση, δεν μπορεί να ανεχτεί ίχνος χαράς σε άλλον άνθρωπο. Ο Σκρουτζ ήξερε ότι δεν αγαπάει κανέναν και νόμιζε ότι κανένας δεν τον αγαπά. Με λίγα λόγια ήταν ήδη νεκρός. Γιατί ζωή και αγάπη πάνε πάντα μαζί.
Τώρα τι έγινε; Έγινε εκείνο το περίεργο με τα τρία φαντάσματα και ο Σκρουτζ βρέθηκε στο παρελθόν, στο παρόν και στο μέλλον. Το ίδιο του το υποσυνείδητο, υπό το βάρος μιας άχρηστης ζωής που κινδύνευε να πάει τελείως χαμένη (πλην του γεγονότος ότι έδινε μια θέση –ψυχαναγκαστικής- εργασίας σε έναν άλλον άνθρωπο) με τη βοήθεια των αγγέλων του που είδαν και απόειδαν να μπει λίγο φως στη μαύρη ψυχή του, έφτιαξε μια πανάρχαια τελετή μύησης.
Το παρελθόν, που δεν είναι παρελθόν, αλλά θαμμένο παρόν, του θύμισε ποιος ήταν, ότι είχε αισθήματα και ότι κάποτε συνδεόταν με τους ανθρώπους και μάλιστα είχε ανέλθει σε έρωτα ( το αντίθετο του falling in love, που ποτέ δεν συμπάθησα). Ξύπνησε λοιπόν ένα βίωμα! Και τα βιώματα είναι παντοτινά!
Το παρόν του έδειξε πως το γεγονός ότι απεμπόλησε την αγάπη, δεν σημαίνει ότι τον απεμπόλησε κι εκείνη. Ο υπάλληλός του τον συμπονά που είναι μόνος, κακός, ψυχρός και ανάποδος. Αυτό είναι καλό σοκ για κάποιον που νομίζει ότι όλοι τον μισούν, επειδή αυτός μισεί τους πάντες.
Και το μέλλον, που δεν είναι μέλλον, τι του έδειξε; Ότι όλα όσα έχει, σώμα, χρήμα, ακίνητα, εμπορεύματα και μιζέρια μπόλικη, θα γίνουν χώμα και κανείς δεν θα μνημονεύει τον αχώνευτο γεροντάκο. Τζάμπα οξυγόνο έκαψε στο πέρασμά του. Ο τρόμος του τέλους μαζί με την ελπίδα της αγάπης τον επανέφεραν στο παρόν, που πια δεν είναι θλιβερό. Κάτι είχε αλλάξει. Άνοιξε μια χαραμάδα και μπήκε φως. Κι όταν μπαίνει φως στην ψυχή ενός ανθρώπου τότε αρχίζει, όχι μια νέα ζωή, αλλά η ζωή. Γιατί ζωή και φως πάνε μαζί!
Καλά Χριστούγεννα!
του Δημήτρη Σαββίδη