Η Ρουθ Μπέιντερ Γκίνσμπεργκ (Ruth Bader Ginsburg) επηρέασε τη ζωή αμέτρητων ανθρώπων με το έργο της και -όπως ανέφερε η Ελληνίδα Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κατερίνα Σακελλαροπούλου - ήταν μια αιώνια μαθήτρια που έλεγε: «Μην αφήνεις να σε αποσπάσουν από τον σκοπό σου συναισθήματα όπως ο θυμός, ο φθόνος, η μνησικακία, γιατί καταβροχθίζουν την ενέργεια και τον χρόνο».
Μικροσκοπική, γλυκομίλητη, καλοντυμένη, αλλά πεισματάρα, σκληρή και αποφασιστική όταν έπρεπε να εφαρμόσει τις απόψεις της, η Ruth υπήρξε μια ανεξάντλητη πηγή δύναμης και θάρρους. Η Ανώτατη Δικαστής των ΗΠΑ επιθυμούσε αλλαγές και ήθελε να ανατρέψει τις κοινωνικές συμβάσεις. Την αποκαλούσαν «Notorious RBG» και δεν ήταν μόνο μια ορκισμένη σταυροφόρος υπέρ των δικαιωμάτων των γυναικών, ήταν επίσης μια αφοσιωμένη σύζυγος και μητέρα, μια γυναίκα που πίστευε ακράδαντα στην προσωπική εξέλιξη. Στην πρόοδο που μπορεί να πετύχει κάθε άνθρωπος με τις «δικές του πλάτες», για τον εαυτό του. Μια οραματίστρια με κρυφό «καύσιμο» μία ιδέα. Να εξαλείψει την απόσταση ανάμεσα στα κοινωνικά δικαιώματα των ανδρών και των γυναικών, με σεβασμό στην αξία της ζωής όλων.
Ρουθ Μπέιντερ γεννήθηκε στις 15 Μαρτίου του 1933 από Εβραίους γονείς σε μια φτωχική εργατική συνοικία του Μπρούκλιν. Ο πατέρας της ήταν από την Οδησσό και οι γονείς της μητέρας της ήταν μετανάστες από την Αυστρία. Η αδερφή της πέθανε από μηνιγγίτιδα σε μικρή ηλικία, γεγονός τραυματικό για την οικογένεια. Η μητέρα της είχε μεγάλη επιθυμία να σπουδάσει η Ρουθ, δυστυχώς όμως πέθανε από καρκίνο και δεν πρόλαβε να καμαρώσει ούτε την αποφοίτησή της από το λύκειο. Μάλιστα, πέθανε μία ημέρα πριν την τελετή. Πάντα της έλεγε να είναι ανεξάρτητη και την πήγαινε από πολύ μικρή ηλικία στη βιβλιοθήκη, όπου είχε επαφή από νωρίς με το διάβασμα. Πολύ αργότερα θα έλεγε σε συνέντευξή της: «Το διάβασμα είναι το κλειδί που ανοίγει πολλές πόρτες σε πολλά ωραία πράγματα στη ζωή. Το διάβασμα έδωσε σχήμα στα όνειρά μου και το περισσότερο διάβασμα έκανε τα όνειρά μου πραγματικότητα».
Στα 13 της η Ρουθ έγραψε μια έκθεση για τον «Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών», και η ευφράδεια αυτού του μικρού κοριτσιού με τα εκφραστικά γαλανά μάτια έκανε σε όλους τεράστια εντύπωση. Αργότερα, σπούδασε στο περίφημο Πανεπιστήμιο Κορνέλ, όπου στα 17 της συναντήθηκε και με τον μεγαλύτερο θαυμαστή της, τον μελλοντικό σύζυγό της Μάρτιν Γκίνσμπεργκ. Σε όλες της τις συνεντεύξεις μιλούσε με τρυφερότητα για τον σύζυγό της, ο οποίος πάντα την ενθάρρυνε να κυνηγήσει τις Ρουθ Μπέιντερ γεννήθηκε στις 15 Μαρτίου του 1933 από Εβραίους γονείς σε μια φτωχική εργατική συνοικία του Μπρούκλιν. Ο πατέρας της ήταν από την Οδησσό και οι γονείς της μητέρας της ήταν μετανάστες από την Αυστρία. Η αδερφή της πέθανε από μηνιγγίτιδα σε μικρή ηλικία, γεγονός τραυματικό για την οικογένεια. Η μητέρα της είχε μεγάλη επιθυμία να σπουδάσει η Ρουθ, δυστυχώς όμως πέθανε από καρκίνο και δεν πρόλαβε να καμαρώσει ούτε την αποφοίτησή της από το λύκειο. Μάλιστα, πέθανε μία ημέρα πριν την τελετή. Πάντα της έλεγε να είναι ανεξάρτητη και την πήγαινε από πολύ μικρή ηλικία στη βιβλιοθήκη, όπου είχε επαφή από νωρίς με το διάβασμα. Πολύ αργότερα θα έλεγε σε συνέντευξή της: «Το διάβασμα είναι το κλειδί που ανοίγει πολλές πόρτες σε πολλά ωραία πράγματα στη ζωή. Το διάβασμα έδωσε σχήμα στα όνειρά μου και το περισσότερο διάβασμα έκανε τα όνειρά μου πραγματικότητα».
Το 1955 γέννησε την κόρη τους και το 1957, άρχισε τις σπουδές της σχολή της Νομικής στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ ως μία από τις εννέα γυναίκες μεταξύ των 500 ανδρών συμφοιτητών της. Συνέχισε τις σπουδές της στο Κολούμπια, όπου πήρε πτυχίο πρώτη στην τάξη της. Και ενώ κάποιος θα περίμενε ότι η καριέρα της θα απογειωνόταν, αντιμετώπισε μεγάλο πρόβλημα να εργαστεί και αυτό - όπως είχε πολλάκις δηλώσει σε συνεντεύξεις της - οφειλόταν στο ότι ήταν... γυναίκα. Υπέστη υποβιβασμό θέσης και μείωση μισθού επειδή ήταν έγκυος, υποτιμητικά σχόλια στο Χάρβαρντ και είχε μικρότερο μισθό από εκείνον που είχαν άνδρες συνάδελφοί της, αλλά δεν το «έβαλε κάτω» ακόμα και μετά τη γέννηση του γιου της.
Αποφασισμένη να πετύχει δεν άφησε τίποτα να τη σταματήσει. Από το 1961-1963 έμαθε σουηδικά και βοήθησε στην επιμέλεια βιβλίου για τον σουηδικό αστικό κώδικα. Διορίστηκε για πρώτη φορά καθηγήτρια στο Rutgers Law School το 1963, όπου πληρωνόταν χαμηλότερα από συναδέλφους της άνδρες - γεγονός που αύξησε το πείσμα και ενίσχυσε το όραμά της. Η μητέρα της τής έλεγε ότι «ο θυμός είναι χάσιμο χρόνου» και η Ρουθ δεν είχε πρόθεση να χάσει ούτε δευτερόλεπτο!
Το 1970 συνδημιούργησε το πρώτο νομικό περιοδικό με τίτλο «Women"s Rights Law Reporter», που προάσπιζε τα δικαιώματα των γυναικών. Από το 1972 ως το 1980 δίδασκε στο Κολούμπια, ενώ «πέρασε» και από το Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ από το 1977 έως το 1978. Ιδρύτρια του American Civil Liberties Union (ACLU), με ακούραστη ζέση χειρίστηκε υποθέσεις προάσπισης των φιλελεύθερων αξιών, συμβάλλοντας με όλες τις δυνάμεις της στην πρόοδο της αμερικανικής κοινωνίας.
Στο Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ τη διόρισε o Μπιλ Κλίντον στις 14 Ιουνίου του 1993 αν και η φήμη της εκτοξεύτηκε σε επίπεδο λαϊκής ηρωίδας, κατά την περίοδο της διακυβέρνησης Ομπάμα, γεγονός που γέννησε και το «ψευδώνυμό» της. Ήταν τότε που ένας δευτεροετής φοιτητής της Νομικής στο πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης δημιούργησε ένα blog με τον τίτλο «Notorious RGB», δηλαδή «η διαβόητη RGB», δανειζόμενος τον τίτλο από τον δημοφιλή ράπερ Notorious BIG. Σε ερώτηση αν την ενοχλούσε το «ψευδώνυμο» είχε πει: «Γιατί να με ενοχλεί, εξάλλου έχουμε τόσα κοινά».
Η ζωή της εμβληματικής δικαστή «εξερευνήθηκε» μέσα από δύο ταινίες. Η πρώτη είχε τίτλο «RBG – Μια ζωή για τη δικαιοσύνη». Η δεύτερη με τίτλο «On the Basis of Sex», είχε ως θέμα τον αγώνα για την αλλαγή της νομοθεσίας με στόχο την εξίσωση των δύο φύλων.
Πηγή: ethnos.gr