Ο Αριστοτέλης στο έργο του «Πολιτικά» ξεκαθαρίζει ότι η πόλη δεν αποτελεί ανθρώπινη επινόηση προς εξασφάλιση της επιβίωσης, αλλά φυσική επιταγή προς επίτευξη της ευδαιμονίας. Φυσικά η πρώτη μορφή κοινωνίας που γνώρισε ο άνθρωπος είναι η οικογένεια: «Η κοινωνία λοιπόν που συγκροτήθηκε κατά ένα φυσικό τρόπο για να καλύπτει τις καθημερινές βιοτικές ανάγκες του ανθρώπου είναι η οικογένεια». (σελ. 277). Και βέβαια η συνένωση πολλών οικογενειών προκειμένου να αντιμετωπιστούν περισσότερο απαιτητικές ανάγκες στο πλαίσιο της επιβίωσης λέγεται κώμη: «Η μορφή κοινωνίας που πρώτη συγκροτήθηκε από τη συνένωση περισσότερων οικογενειών για να καλύψει υπερκαθημερινές ανάγκες του ανθρώπου είναι η κώμη». (σελ. 277). Αποδεχόμενοι ότι η οικογένεια είναι επιταγή της φύσης δεν έχουμε παρά να αναγνωρίσουμε ότι και η κώμη προέρχεται επίσης από τη φύση, αφού δεν είναι τίποτε άλλο από την κοινωνική εξέλιξη της οικογένειας: «Ο φυσικός χαρακτήρας της κώμης φαίνεται να έγκειται κατεξοχήν στο γεγονός ότι αποτελεί προέκταση της οικογένειας. Και γι’ αυτό ορισμένοι ονομάζουν τα μέλη της κώμης ομογάλακτα, παιδιά και παιδιά των παιδιών». (σελ. 277 – 279).
Από τη στιγμή που γίνεται αντιληπτό ότι η συνένωση των κωμών δημιούργησαν την πόλη, καθίσταται σαφές ότι και η πόλη είναι από τη φύση. Γιατί όταν η εξελικτική πορεία κάποιου πράγματος έχει ως βάση τη φυσική επιταγή, είναι αδύνατο να συμβαίνει κάτι διαφορετικό και γι’ αυτό το ίδιο: «Γι’ αυτό κάθε πόλη είναι μια φυσική πραγματικότητα, εφόσον αυτό ισχύει και για τις πρώτες μορφές κοινωνίας (ενν. την οικία και την κώμη). Διότι αυτή συνιστά γι’ αυτές το σκοπό τους και η φύση είναι σκοπός». (σελ. 279). Η φράση «η φύση είναι σκοπός» αποτελεί τον πυρήνα της αριστοτελικής τελεολογίας που ξεκαθαρίζει ότι κάθε πράγμα από τη φύση του είναι πλασμένο για ένα σκοπό. Με άλλα λόγια, τίποτε δεν έχει γίνει τυχαία από τη φύση και κατ’ επέκταση, κάθε φυσικό δημιούργημα αποσκοπεί στην εκπλήρωση του σκοπού της ύπαρξής του. Από τη στιγμή που η πόλη είναι η ολοκλήρωση της εξέλιξης του οίκου και της κώμης δεν μπορεί παρά να είναι και η ίδια από τη φύση, τόσο επειδή τα προηγούμενα στάδια της εξελικτικής της πορείας είναι απ’ τη φύση, όσο κι επειδή αποτελεί ολοκλήρωση μιας εξελικτικής πορείας, αφού οτιδήποτε προέρχεται από τη φύση οφείλει να φτάσει στην ολοκλήρωσή του (την κορύφωση της εξελικτικής του πορείας), δηλαδή να φτάσει στην τέλεια κατάστασή του ώστε να επιτελεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο το έργο για το οποίο είναι πλασμένο: «Διότι ό,τι είναι το κάθε πράγμα, αφού ολοκληρωθεί η ανάπτυξή του, αυτό λέμε ότι είναι η φύση του, όπως π.χ. του ανθρώπου, του ίππου, της οικίας. Εξάλλου ο σκοπός και η τελική αιτία του σκοπού είναι κάτι το άριστο». (σελ. 279 – 281).
Η αναγνώριση ότι «ο σκοπός και η τελική αιτία του σκοπού είναι κάτι το άριστο» είναι η επιβεβαίωση ότι όλα αποσκοπούν στο άριστο, ότι δηλαδή όταν φτάνουν στην ολοκλήρωσή τους – περνώντας όλα τα εξελικτικά στάδια – εκπληρώνουν το άριστο που τους έχει οριστεί από τη φύση, το οποίο είναι ασφαλώς και ο σκοπός τους. Γι’ αυτό λέμε ότι φτάνουν στην τέλεια κατάστασή τους. Γιατί είναι σε θέση να εκπληρώσουν με τρόπο τέλειο την αποστολή που τους δόθηκε από τη φύση: «Η πόλη δεν είναι λοιπόν τίποτε άλλο παρά η τέλεια κοινωνία που αποτελείται από περισσότερες κώμες και διαθέτει, μπορούμε να πούμε, τη μέγιστη δυνατή αυτάρκεια». Κι εδώ φτάνουμε στον τελικό σκοπό της πόλης, το άριστο, που νοηματοδοτεί ολόκληρη την εξελικτική της πορεία και που δεν είναι τίποτε άλλο από την αυτάρκεια. Κι όταν λέμε αυτάρκεια δεν εννοούμε την πληρότητα μόνο των υλικών αγαθών – χωρίς φυσικά και να την αποκλείουμε – αλλά την κάλυψη όλων των αναγκών του ανθρώπου συμπεριλαμβανομένων και των πνευματικών, ηθικών, μεταφυσικών κλπ. Γι’ αυτό η πόλη, πέρα από τα εύφορα εδάφη που θα προσφέρουν την υλική – διατροφική αυτάρκεια, οφείλει να παρέχει παιδεία, οργανωμένο σύστημα διοίκησης, ευνομία, στρατιωτική ισχύ, δικαιοσύνη και γενικά όλα εκείνα τα στοιχεία που θα κάνουν τους πολίτες να έχουν απόλυτη επάρκεια των αγαθών, ώστε να μπορούν να ζουν, χωρίς να χρειάζονται τίποτε από άλλες πόλεις. Γιατί αυτές είναι οι προϋποθέσεις που θα προσφέρουν στον άνθρωπο ασφάλεια. Κι αυτή είναι η μοναδική προοπτική προς την ευτυχία: «συγκροτήθηκε βεβαίως για την εξασφάλιση των αναγκαίων για τη ζωή προϋποθέσεων, όμως υπάρχει χάριν της ευδαιμονίας». (σελ. 279).
Ο Αριστοτέλης καθιστά σαφές ότι ο τελικός σκοπός της ανθρώπινης ύπαρξης είναι η ευτυχία. Ο άνθρωπος υπάρχει για να νιώθει ευτυχισμένος. Κι αυτό μόνο μέσα στο πλαίσιο της πόλης μπορεί να επιτευχθεί. Γι’ αυτό και η πόλη είναι από τη φύση. Γιατί δημιουργήθηκε ως φυσική αναγκαιότητα για να καλύψει όλες τις ανάγκες, ή αλλιώς για να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις της ευτυχίας, δηλαδή της ανθρώπινης ολοκλήρωσης. Μια πόλη που τελικά προσφέρει στους πολίτες τη δυστυχία είναι μια στρεβλή πόλη ή – αντιμετωπίζοντας το θέμα υπό το πρίσμα της αριστοτελικής τελεολογίας – δεν είναι πόλη, αφού κάθε πράγμα ορίζεται μονάχα από την επίτευξη ή όχι του σκοπού του. Το κομμένο χέρι δεν είναι χέρι, ακριβώς επειδή δεν μπορεί να επιτελέσει τις λειτουργίες για το οποίο είναι φτιαγμένο. Το ονομάζουμε χέρι, απλώς γιατί πρέπει να του δώσουμε ένα όνομα. Όπως ένα πέτρινο χέρι. Ομοίως μια στρεβλή πόλη, μια πόλη ανομίας, δυστυχίας και ανασφάλειας δεν είναι πόλη. Γιατί κάθε άλλο παρά παρέχει αυτάρκεια. Πόσο μάλλον ευτυχία. Η εκμηδένιση του τελικού σκοπού συνεπάγεται την εκμηδένιση της ίδιας της ύπαρξης. Από αυτή την άποψη, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι κάθε διακυβέρνηση που δεν αποσκοπεί στην αυτάρκεια της πόλης ως σύνολο, αλλά στα συμφέροντα ορισμένων προσώπων, δεν αποτελεί μόνο στρεβλή διακυβέρνηση, αλλά ματαίωση της ίδιας της πόλης. Γιατί διαλύει τον τελικό της σκοπό ματαιώνοντας την ουσία της αυτάρκειας, που εξ’ ορισμού αφορά το σύνολο κι όχι τους λίγους. Γιατί στρέφεται ενάντια στο άριστο: «Και η αυτάρκεια είναι συγχρόνως και σκοπός και κάτι το άριστο». (σελ. 281). (Το ότι ο Αριστοτέλης αναφέρεται στην έννοια πόλη – κράτος, δεν αλλάζει καθόλου την ουσία του συλλογισμού. Απλώς καθίσταται σαφές ότι η αρχαία ελληνική λέξη πόλη αντιστοιχεί περισσότερο στη νεοελληνική λέξη κράτος).
Και βέβαια, από τη στιγμή που η πόλη προέρχεται από τη φύση, δεν μπορούμε παρά να αποδεχτούμε ότι κι ο άνθρωπος είναι από τη φύση του κοινωνικό ον: «Απ’ αυτά συνάγεται ότι η πόλη αποτελεί μια φυσική πραγματικότητα και ότι ο άνθρωπος είναι από τη φύση του ζώο πολιτικό, και ότι αυτός που εξ’ αιτίας της φύσης του και όχι εξ’ αιτίας των περιστάσεων ζει εκτός πόλεως είναι είτε φαύλος είτε κάτι καλύτερο από άνθρωπος, όπως ακριβώς είναι και εκείνος που αποδοκιμάστηκε από τον Όμηρο: ο άνθρωπος χωρίς συγγενικούς δεσμούς, χωρίς νομικές δεσμεύσεις και χωρίς σπίτι. Ο άνθρωπος που από τη φύση του είναι τέτοιος είναι συγχρόνως και πολεμοχαρής, επειδή ακριβώς είναι μοναχικός, όπως λέμε στο παιχνίδι των πεσσών». (σελ. 281). Σε αντίθεση με το παιχνίδι των πεσσών που παραμένει ασαφές – δε γνωρίζουμε ακριβώς τι παιχνίδι ήταν αυτό, ίσως κάτι σχετικό με τη σημερινή ντάμα – ο συλλογισμός είναι σαφέστατος. Ο άνθρωπος είναι από τη φύση του πλασμένος να ζει μέσα στις πόλεις. Όποιος από τη φύση του δε νιώθει αυτή την ανάγκη δεν είναι άνθρωπος. Είναι ή θηρίο ή θεός. Γιατί όλα ερμηνεύονται τελεολογικά και κατ’ επέκταση ορίζονται και με τον ίδιο τρόπο. Αφού ο άνθρωπος ολοκληρώνεται μέσα στην πόλη, ορίζεται και από αυτό. Όποιος συμπεριφέρεται διαφορετικά δεν ανήκει σ’ αυτό το είδος.
Εξάλλου, η εκ φύσεως κοινωνικότητα του ανθρώπου επιβεβαιώνεται και από το ίδιο το χάρισμα του λόγου. Τα ζώα δε μιλάνε – η φύση το όρισε αυτό – παρά μόνο βγάζουν κραυγές για να δηλώσουν την ευχαρίστηση ή τη δυσαρέσκεια: «Όμως ο έναρθρος λόγος υπάρχει για να εκφράζει το συμφέρον και το βλαβερό και συνακόλουθα το δίκαιο και το άδικο επίσης. Διότι αυτό είναι το χαρακτηριστικό γνώρισμα του ανθρώπου εν σχέση με τα άλλα ζώα, δηλαδή αυτός μόνο να αντιλαμβάνεται τι είναι καλό και τι κακό, τι δίκαιο και τι άδικο και τα άλλα». (σελ. 281 – 283). Όμως, τελικά, το δίκαιο και το άδικο, το ωφέλιμο και το βλαβερό, το ηθικό και το ανήθικο που μπορεί να εκφράσει ο ανθρώπινος λόγος, γιατί χρειάζονται; Γιατί η φύση έδωσε τη δυνατότητα στον άνθρωπο να τα εκφράσει – και κατ’ επέκταση να τα κατανοήσει – όλα αυτά; «… η συμμετοχή – κοινωνία σ’ αυτά θεμελιώνει την οικία και την πόλη». (σελ. 283). Γι’ αυτό τα ζώα δε χρειάζονται το λόγο. Γιατί η φύση δεν τα προόρισε να κάνουν οργανωμένες κοινωνίες.
Του Θανάση Μπαντέ
Πηγή: eranistis.net